Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τη Βουλή λειτούργησε σαν ηλεκτροσόκ σε ένα ήδη ρευστό κεντροαριστερό τοπίο.
Όσο και να το πιστεύει ο ίδιος, πολιτικά δεν είναι «νέα αρχή», είναι ελιγμός και μία προσπάθεια να ενταχθεί εκ νέου στο ενεργό πολιτικό σύστημα. Ένα βήμα που του επιτρέπει να βγει από το «κουστούμι» του πρώην πρωθυπουργού - αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να δοκιμάσει την τύχη ενός νέου φορέα με προσωπικό στίγμα. Το ερώτημα είναι αν αυτός ο φορέας μπορεί να ανατάξει τον χώρο ή απλώς να τον αναδιανείμει.
Ποιες είναι οι «δεξαμενές» ψηφοφόρων που ρεαλιστικά στοχεύει;
Η πρώτη είναι ένα μικρό αλλά υπαρκτό ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ, ιδίως από τους πιο αντι-κυβερνητικούς και νεότερους ψηφοφόρους που νιώθουν ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και δεν μπορεί να κερδίσει ψήφους από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ένα δεύτερο και μεγαλύτερο κομμάτι είναι από τον εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ, όχι λόγω προγράμματος, αλλά λόγω αναγνωρισιμότητας και συναισθηματικής σχέσης με μέρος των ψηφοφόρων. Το τρίτο κομμάτι θα μπορούσε να είναι η πιθανή συνεργασία με τη Νέα Αριστερά, περισσότερο ως προεκλογική συνεννόηση παρά ως οργανική ένταξη.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Ένας φορέας ικανός να σταθεί στη μέση κλίμακα, για κάποιο διάστημα, να πιέσει το ΠΑΣΟΚ και να «εξαφανίσει» σιγά σιγά τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορέσει να γίνει πόλος εξουσίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας δύσκολα θα ξαναπρωταγωνιστήσει, γιατί τον βαραίνουν τρεις παράγοντες που χαμηλώνουν οριστικά το «ταβάνι» του. Πρώτον, η κληρονομιά αναξιοπιστίας: η ταραχώδης περίοδος 2015–2019, με τη στροφή στα μνημόνια και τις αντιφάσεις της διακυβέρνησης, δεν είναι απλώς παρελθόν αλλά το φίλτρο μέσα από το οποίο κρίνεται κάθε νέα του υπόσχεση. Οι ταλαντευόμενοι κεντρώοι δύσκολα εμπιστεύονται τον ίδιο αφηγητή δεύτερη φορά. Δεύτερον, η οργανωτική πραγματικότητα: ένα «καινούργιο» κόμμα χωρίς φρέσκα πρόσωπα, τοπικά δίκτυα και στιβαρή στελέχωση μοιάζει περισσότερο με πολιτική επανατοποθέτηση και προσπάθεια εξαγνισμού παρά με ζωντανή πολιτική μηχανή και οι εκλογές κερδίζονται με μηχανισμό, όχι μόνο με προβολή στα media. Τρίτον, η κόπωση του κοινού: η κοινωνία έχει χορτάσει déjà vu προσώπων και ζητά καθαρή ατζέντα για καθημερινότητα, θεσμούς και παραγωγικότητα, όχι δικαίωση του χτες. Όσο κι αν ανανεωθεί το περιτύλιγμα, δύσκολα πείθει ότι ενσαρκώνει μια «νέα κανονικότητα».
Ο αντίκτυπος στο ΠΑΣΟΚ και η σκιά πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ
Το ΠΑΣΟΚ θα νιώσει την πολιτική πίεση αλλά όχι κάποιο εκλογικό σοκ. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ απειλείται με οργανωτική αποψίλωση και πολιτική συρρίκνωση. Όχι απαραίτητα εξαΰλωση από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά μια μακρά αποχώρηση από το προσκήνιο χωρίς καθαρή ταυτότητα μέχρι να φτάσει στο τέλος του.
Γιατί η Νέα Δημοκρατία δεν φοβάται
Η κυβέρνηση δεν έχει λόγο να δραματοποιεί ούτε να αγχώνεται. Ο «νέος» παίκτης σπάει την αντιπολίτευση σε περισσότερα κομμάτια, δυσκολεύοντας τη διαμόρφωση ενός ενιαίου αντι-μητσοτακικού μετώπου. Ακόμη και στο καλύτερο σενάριο για τον Τσίπρα, το τελικό ισοζύγιο βγάζει μια ισχυρή ΝΔ απέναντι σε μια πολυκερματισμένη κεντροαριστερά. Το μόνο που θα όφειλε να φοβάται η ΝΔ είναι μια καθαρή, αξιόπιστη και ενωτική πρόταση διακυβέρνησης από την άλλη πλευρά. Ο Τσίπρας, με το πολιτικό του παρελθόν και χωρίς νέα γενιά στελεχών δεν φαίνεται ικανός να τη δημιουργήσει.
Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να ιδρύσει ένα κόμμα που θα κόψει λίγο από το ΠΑΣΟΚ, θα «στεγνώσει» τον ΣΥΡΙΖΑ και ίσως να συνομιλήσει με τη Νέα Αριστερά. Δεν μπορεί, όμως, να ξαναγίνει ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Το πολιτικό του αποτύπωμα είναι αρκετό για να ανακατέψει την τράπουλα της αντιπολίτευσης, όχι όμως για να μοιράσει ξανά τα χαρτιά της εξουσίας.









