Ανήμερα της εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου, το 1924 εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας το πολιτικό καθεστώς που αποκλήθηκε Β΄ Ελληνική Δημοκρατία.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι για την εγκαθίδρυσή της επελέγη, συμβολικώς, η επέτειος του εορτασμού της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Ως Β΄ Δημοκρατία θεωρείται καθώς ως Α΄ αναγνωρίζεται η περίοδος των συνελεύσεων και των προσωρινών κυβερνήσεων που προέκυψαν μετά την Ελληνική Επανάσταση.
Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε 11 χρόνια οπότε και κατελύθη μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα που αποκατέστησε την Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία με την επάνοδο δηλαδή του Βασιλέως στην Ελλάδα.
Πως προέκυψε η αλλαγή του καθεστώτος; Ήταν η συνέπεια της ήττας της Ελλάδας στην Μικρά Ασία, μετά από την γνωστή εκστρατεία, του στρατιωτικού Κινήματος που εκδηλώθηκε –και που είχε ως γνωστόν την εκτέλεση των Έξη- και, βεβαίως της απόδοσης ευθυνών για όλα όσα είχαν συμβεί και στην τότε βασιλική οικογένεια. Ειδικότερα, μετά την καταστροφή του 1922 ο στρατός με επικεφαλής τους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά έκανε στις 11 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους Κίνημα και κατέλαβε την εξουσία. Οι Κινηματίες ανάγκασαν τον βασιλέα Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, ενώ ζητήθηκε και από τον διάδοχό του τον Γεώργιο τον Β΄ να φύγει από την Ελλάδα μέχρις ότου η χώρα να αποφασίσει το είδος του Πολιτεύματος που θα ήθελε.
Πρωταγωνιστής της μεταβολής του πολιτικού καθεστώτος και της μετάβασης από την Μοναρχία στην Δημοκρατία υπήρξε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Αυτός, με την στήριξη του κόμματος των Φιλελευθέρων σχημάτισε την πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση η οποία διήρκεσε όμως 4 μήνες και 7 ημέρες. Η κυβέρνηση Παπαναστασίου είναι αυτή που συνέταξε Ψήφισμα που το κατέθεσε στις 25 Μαρτίου του 1924 στην Τέταρτη Συντακτική Συνέλευση και το οποίο προέβλεπε την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου» ο Γιάννης Ανδρικόπουλος ο Παπαναστασίου παρουσιάζοντας την θεωρητική θεμελίωση του συντελουμένου πολιτειακού πραξικοπήματος είχε δηλώσει στην Βουλή ότι «αι μεγάλαι πολιτικαί μεταβολαί δεν επιβάλλονται δι’ ομαλών εκλογών γιατί οι λαοί δεν δέχονται τόσον ευκόλως ριζικάς μεταβολάς»!
Δεκαοκτώ μέρες μετά την κατάθεση του Ψηφίσματος και συγκεκριμένα στις 13 Απριλίου του 1924 διενεργήθηκε Δημοψήφισμα για την επικύρωσή του και από τον λαό. Ένα σημαντικό στοιχείο για την μετάβαση αυτή είναι και το γεγονός ότι η Τέταρτη Συντακτική Συνέλευση στην οποία υποβλήθηκε το Ψήφισμα για την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας μετονόμαζε το κράτος σε Ελληνική Δημοκρατία ενώ ονομάτιζε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Ναύαρχο Κουντουριώτη. Ο Κουντουριώτης εκτελούσε χρέη Αντιβασιλέως μετά τον θάνατο του βασιλέως Αλέξανδρου και μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 αλλά και μετά την αναχώρηση του Γεωργίου του Β΄ από την Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 1923 έως την ανακήρυξη από την κυβέρνηση Παπαναστασίου τον Μάρτιο του 1924. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και τύγχανε ευρείας αποδοχής και γι΄αυτό εκλέχτηκε προσωρινώς πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στην θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1926 διότι στη συνέχεια παραιτήθηκε εναντιωνόμενος στην Δικτατορία που επέβαλε ο Στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος. Είχε προηγηθεί η πτώση του Παπαναστασίου και ο σχηματισμός κυβέρνησης του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, την οποία ανέτρεψε ο Πάγκαλος με το Κίνημα της 25ης Ιουνίου του 1925.
Τον Πάγκαλο 14 μήνες μετά, στις 22 Αυγούστου του 1926 ανέτρεψε ο Στρατηγός Κονδύλης.
Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία δεν διακρίθηκε για την σταθερότητά της. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία, εξακολουθούσε να είναι διχασμένη σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, λόγω της γνωστής διαμάχης που είχε προκαλέσει τον Εθνικό Διχασμό για την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ή διατήρηση της ουδετερότητάς της στην οποία επέμενε ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Τους αντιβενιζελικούς εκπροσωπούσε το Λαϊκό Κόμμα.
Ο διχασμός της κοινωνίας περιέλαβε και πλήθος άλλων κοινωνικών και πολιτιστικών ζητημάτων –ακόμη και την χρήση της ελληνικής γλώσσας- ενώ ήδη η προϊστορία του Κινήματος του 1909 στου Γουδή που έφερε τον Βενιζέλο στα πράγματα είχε δημιουργήσει ένα προηγούμενο στρατιωτικών παρεμβάσεων στην πολιτική της χώρας, που βεβαίως δρούσαν αποσταθεροποιητικά. Στην οικονομική δυσπραγία της εποχής ήλθε να προστεθεί και η ανταλλαγή πληθυσμών με την Συνθήκη της Λωζάνης, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, που έφερε 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες στην χώρα που έπρεπε να συντηρηθούν και με την συνδρομή του ελληνικού κράτους.
Η επανεκλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία το 1928 και οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη μπόρεσαν να βελτιώσουν κάπως το οικονομικό κλίμα, όμως δεδομένου ότι είχαμε και έξωθεν επιπτώσεις από το αμερικανικό Κραχ του 1929 τα πράγματα μεταβλήθηκαν δραματικά Οι συνθήκες αυτές προκάλεσαν εκτεταμένη αστάθεια που είχε ως αποτέλεσμα την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την άνοδο στην εξουσία το 1933 του Λαϊκού Κόμματος.
Όμως η πολιτική αστάθεια είχε συνέχεια με απόπειρες στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Επειδή διαφαινόταν η προοπτική της επανόδου του Βασιλέως , αξιωματικοί που πρόσκεινταν στον Βενιζέλο επιχείρησαν να κινηθούν τον Μάρτιο του 1935. Το κίνημά του καταστάλθηκε από το Στρατηγό Κονδύλη ο οποίος μερικούς μήνες μετά συνεπικουρούμενος από ανώτατους αξιωματικούς των ενόπλων Δυνάμεων έριξε την κυβέρνηση του υπό τον Παναγή Τσαλδάρη Λαϊκού Κόμματος. Ο Κονδύλης ανακήρυξε εαυτόν Αντιβασιλέα κατέλυσε το δημοκρατικό καθεστώς, διενήργησε δημοψήφισμα και επανέφερε στον θρόνο τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄.