Όσον οι τιμές του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, πολλαπλασιάζονται οι ζημίες στις αναπτυγμένες και βιομηχανοποιημένες οικονομίες κυρίως της δύσης, που δεν διαθέτουν επάρκεια φυσικών ενεργειακών πόρων.
Η κατά τα φαινόμενα παρατεινόμενη διάρκεια αυτής της εξέλιξης, θα εξαναγκάσει αρκετές χώρες να αναθεωρήσουν τις σχέσεις τους και να αναζητήσουν νέους συμμάχους, ικανούς να επιλύσουν το ενεργειακό τους πρόβλημα.
Στο πλαίσιο αυτό, το τρέχον πλέγμα της τιμολόγησης της ενέργειας σε συνάρτηση με την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, υπενθυμίζει τον γεωπολιτικό σεισμό στην Μέση Ανατολή της περιόδου 2014-2016, με αφετηρία την προσάρτηση της Κριμαίας από τους Ρώσσους και τον άγριο πόλεμο τιμών που ακολουθεί με επίκεντρο το αργό πετρέλαιο. Με την είσοδο της Ρωσσίας στο ολιγοπώλιο του OPEC στα τέλη του 2016 και τον σχηματισμό του OPEC+, οι χώρες της Μέσης Ανατολής αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους και να στρέφονται αργά αλλά σταθερά προς το δίπολο Κίνας-Ρωσσίας.
Η Πρώτη Επικίνδυνη Παράμετρος
Η πρώτη ρωγμή στις σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με τις ΗΠΑ, εντοπίζεται στην ανατροπή του πυρήνα της συμφωνίας του 1945 μεταξύ του τότε Αμερικανού προέδρου Franklin D. Roosevelt και του Σαουδάραβα μονάρχη Abdulazi, που υπογράφεται στο κατάστρωμα του αμερικανικού καταδρομικού QUINCY, στην διώρυγα του Σουέζ. Η συμφωνία που επιβιώνει επί δεκαετίες, προβλέπει πως οι ΗΠΑ θα παραλαμβάνουν από την Σαουδική Αραβία όσες ποσότητες αργού πετρελαίου έχουν ανάγκη, με αντάλλαγμα την ασφάλεια του σαουδαραβικού θρόνου και ευρύτερα της Σαουδικής Αραβίας.
Αν και στην περίοδο 1973-1974 η συμφωνία απειλείται από Embargo με την απαγόρευση εξαγωγών, η πραγματική πρόκληση αναδύεται στην περίοδο 2014-2016 με τον πόλεμο τιμών που καταβαραθρώνει μεν τα έσοδα των Ρώσσων με πλήγματα χειρότερα από τις κυρώσεις λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας, να πλήττει και τους Αμερικανούς. Ο Λευκός Οίκος, αν και αρχικά προκρίνει την τακτική των Σαουδαράβων και του OPEC, η διάρκεια του πολέμου φθάνει τελικά να απειλεί και τους Αμερικανούς παραγωγούς σχιστολιθικού αργού, προκαλώντας την αντίδρασή του.
Με την είσοδο του Donald Trump στον Λευκό Οίκο, ο νέος πρόεδρος απειλεί με επέκταση του αντιμονοπωλιακού θεσμικού πλαισίου, ώστε να προβλέπονται και διώξεις των ολιγοπωλίων στην ενέργεια, ώστε να πείσει τους Σαουδάραβες και τους πετρελαιοπαραγωγούς του Περσικού Κόλπου να αποδεχθούν το αποκαλούμενο Εύρος Τιμών Trump. Αυτό εδραιώνει μία κατώτατη τιμή $35-$40 ανά βαρέλι τύπου Brent, επιτρέποντας στους Αμερικανούς παραγωγούς να αποκομίζουν έστω και μικρά κέρδη και ανώτατη $75-$80, πέραν της οποίας η αμερικανική οικονομία επηρεάζεται αρνητικά.
Η Δεύτερη Επικίνδυνη Παράμετρος
Η δεύτερη και μάλλον σημαντικότερη ρωγμή προκαλείται από την αδιαφορία των Σαουδαράβων και των μελών του παλαιού OPEC να συνδράμουν στην αποκλιμάκωση των τιμών του αργού πετρελαίου. Μάλιστα οι αρνήσεις του Σαουδάραβα πρίγκηπα Mohammed bin Salman και του σεΐχη Mohammed bin Zayed al Nahyan των Εμιράτων να συνδιαλλαγούν με τον Αμερικανό πρόεδρο, ώστε να απομονώσουν την Ρωσσία και να χειραγωγήσουν καθοδικά τις τιμές, όπως και κατά τη περίοδο 2014-2016, σε βάρος της Μόσχας, επιδεινώνει το κλίμα.
Ιστορικά στοιχεία πιστοποιούν πως κάθε $10 αύξηση τις τιμής ανά βαρέλι, προκαλεί επιπλέον κόστος από $0,25 έως $0,30 ανά γαλλόνι βενζίνης. Η σχέση αυτή αυταπόδεικτα συνεπάγεται πως για κάθε $0,01 ανόδου της τιμής της βενζίνης δαπανώνται περισσότερα από $1 δισεκατομμύρια από τους Αμερικανούς καταναλωτές, που αφαιρούνται από την υπόλοιπη κατανάλωση.
Οι πολιτικοί κίνδυνοι που συσσωρεύονται για τον πρόεδρο Biden σε περίπτωση παραμονής των τιμών στα τρέχοντα ή και ακόμα υψηλότερα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι απλώς τεράστιοι. Από την εποχή του Ι Παγκοσμίου Πολέμου, ο εκάστοτε εν ενεργεία Αμερικανός πρόεδρος έχει επανεκλεγεί σε 11 περιπτώσεις, με την οικονομία να μην εισέρχεται σε φάση ύφεσης για μία διετία πριν τις επόμενες εκλογές. Όμως πρόεδροι που εγκαινιάζουν την πολιτική εκστρατεία επανεκλογής τους σε περιβάλλον ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας δεν εκλέγονται για δεύτερη φορά. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο Calvin Coolidge το 1924, αλλά ο συγκεκριμμένος δεν έχει εκλεγεί την πρώτη φορά, αφού έχει διαδεχθεί τον θανούντα κατά την διάρκεια της προεδρικής του θητείας Warren G Harding. Ο πρόεδρος Biden ή ο οποιοσδήποτε άλλος δημοκρατικός υποψήφιος επιλεγεί από την παράταξη για τις εκλογές του 2024 θα αντιμετωπίσει δεινά προβλήματα. Επιπλέον τον Νοέμβριο του 2022 πρόκειται να διεξαχθούν οι ενδιάμεσες εκλογές για την Βουλή των Αντιπροσώπων και την Γερουσία, με τις μέχρι τούδε ενδείξεις να μην ευνοούν τους δημοκρατικούς για την πλειοψηφία στα δύο σώματα.
Από την άλλη πλευρά η επικίνδυνη πολιτικά ζώνη τιμών στα καύσιμα κινείται μεταξύ $3 και $4 ανά γαλλόνι (από τις αρχές Μαΐου κινείται προς τα $4,60 ανά γαλλόνι). Το δεδομένο αυτό να τονίζεται από τον πρώην σύμβουλο σε θέματα ενέργειας Bob McNally του επίσης πρώην προέδρου George W. Bush, που εξηγεί πως ελάχιστες απειλές φοβίζουν έναν Αμερικανό πρόεδρο περισσότερο από τον τρόμο της ανόδου των τιμών των καυσίμων.
Η Τρίτη Επικίνδυνη Παράμετρος
Η τρίτη ρωγμή που προκαλεί την οργή των Αμερικανών επικεντρώνεται στην πλήρη και μάλλον επιδεικτική αδιαφορία των Σαουδαράβων και των μελών του παλαιού OPEC, να σεβασθούν τις προγενέστερες συμφωνίες τους με τις ΗΠΑ και τις διαβεβαιώσεις τους προς τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου. Αντίθετα οι Αμερικανοί διαπιστώνουν και έμπρακτα πως η γεωπολιτική μετατόπιση των άλλοτε συμμάχων τους με αφετηρία το 2016, εντείνεται σταδιακά με αιχμή μία νέα πολιτική αναζήτησης ισορροπιών στην προσέγγισή τους με την Ανατολή και την Δύση, με εμφανή στροφή στο σινο-ρωσσικό δίπολο.
Δείγμα της αυξημένης εμπιστοσύνης τους στην μετεξέλιξη της συμπεριφοράς τους έναντι των Αμερικανών και μίας νέας αίσθησης αυτοπεποίθησης, πηγάζει από τις συχνές συναντήσεις των υπουργών εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέϊτ, του Ομάν, του Μπαχρέϊν και του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council-GCC) με ανώτατους Κινέζους αξιωματούχους. Στις συναντήσεις αυτές τα βασικά θέματα των συζητήσεων στρέφονται στην δημιουργία ζώνης ελευθέρου εμπορίου μεταξύ της Κίνας και των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, σε μία περιοχή που η αμερικανική κυριαρχία παρουσιάζει εμφανή σημεία υποχώρησης.
Η Αμερικανική Απάντηση
Η αμερικανική αντίδραση εκδηλώνεται στις 6 Μαΐου με την υπερψήφιση από την Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή της Γερουσίας, του νομοσχεδίου No Oil Producing or Exporting Cartels’ (NOPEC), δηλαδή Καμμία Παραγωγή ή Εξαγωγή Αργού Πετρελαίου από Ολιγοπώλια και προδίδει πως ο Λευκός Οίκος δεν έχει άλλα περιθώρια υπομονής. Η αδιαφορία της Σαουδικής Αραβίας να ασχοληθεί ουσιαστικά με το πρόβλημα των υψηλών τιμών στην ενέργεια, επηρεάζοντας και τους υπόλοιπους παραγωγούς του παλαιού OPEC, οι συνεχιζόμενες αδιατάρακτες σχέσεις με την Ρωσσία που συμμετέχει στο ολιγοπώλιο OPEC+ και οι αναπτυσσόμενες συγκλίσεις με το σινο-ρωσσικό δίπολο, υποχρεώνει πλέον τον Λευκό Οίκο να αξιοποιήσει μία Δαμόκλειο Σπάθη για να συνετίσει τους πρώην συμμάχους του.
Όμως από την εποχή της ίδρυσής του το 1960, ο παλαιός OPEC δέχεται από τα μέλη του με απόλυτη προτεραιότητα την εντολή να "συντονίζει και να ομογενοποιεί" τις πολιτικές κινήσεις στον τομέα του αργού πετρελαίου, δηλαδή να χειραγωγεί ουσιαστικά τις τιμές. Με δεδομένο ότι τα μέλη του χωρίς την Ρωσσία ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας παραγωγής αργού, το 60% του αργού που διαπραγματεύεται στις συναλλαγές των διεθνών αγορών και το 80% των βεβαιωμένων παγκοσμίων αποθεμάτων, ο OPEC+, ακόμα και χωρίς την Ρωσσία αποτελεί ένα πανίσχυρο ολιγοπώλιο.
Το νομοσχέδιο NOPEC, εάν και όταν ενεργοποιηθεί, θα παρεμποδίσει και θα περιορίσει δραματικά τις δραστηριότητες και τις κινήσεις του OPEC+, ενώ μεγάλα πλήγματα θα δεχθούν τα βασικά του μέλη και ειδικά ο de facto ηγέτης του, δηλαδή η Σαουδική Αραβία. Θα καταργήσει επίσης το καθεστώς ασυλίας δημοσίων φορέων για το ολιγοπώλιο, αλλά και για τα μέλη του, δεδομένο που συνεπάγεται πως ειδικά η Σαουδική Αραβία, με επενδύσεις συνολικού ύψους $1 τρισεκατομμυρίου στις ΗΠΑ, κινδυνεύει να υποστεί διώξεις με βάση τις διατάξεις της υπάρχουσας αμερικανικής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Ένα σημαντικό γεγονός που προκαλεί την οργή του Λευκού Οίκου εστιάζεται στο γεγονός ότι από τις αρχές του νέου έτους, το Πεκίνο έχει αποδυθεί σε μία φρενήρη διπλωματική εκστρατεία προσεταιρισμού των χωρών της Μέσης Ανατολής και ειδικά του Κόλπου, με βάση τα συμφέροντά του. Η μετατόπιση ολόκληρης της ζώνης των πετρελαιοπαραγωγών προς τον σινο-ρωσσικό άξονα ισχύος αποτελεί την πολιτική αφετηρία σε ένα παιγνίδι μηδενικού αποτελέσματος, όπου τα κέρδη της μίας πλευράς ισούνται με τις ζημίες της άλλης.
Το νομοσχέδιο NOPEC είχε τεθεί προς διαβούλευση και τον Φεβρουάριο του 2019, έχοντας αποσπάσει την έγκριση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής της Γερουσίας και απομακρύνοντας τα οποιαδήποτε εμπόδια για την ψήφισή του από την Βουλή των Αντιπροσώπων. Τότε οι δημοκρατικοί γερουσιαστές Patrick Leahy και Amy Klobuchar, μαζί με τους ρεπουμπλικανούς Chuck Grassley και Mike Lee, παρουσιάζουν το νομοσχέδιο στην Γερουσία, χωρίς όμως να προχωρήσει η διαδικασία ψήφισης. Αυτή την φορά δύο γερουσιαστές, ο ρεπουμπλικανός Chuck Grassley και η δημοκρατική Amy Klobuchar, το επαναφέρουν στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Γερουσίας, όπου και εγκρίνεται με ψήφους 17 υπέρ έναντι 4 κατά. Από την στιγμή αυτή πλέον, εάν η κυβέρνηση Biden, εκτιμήσει πως η Σαουδική Αραβία και ο OPEC+ απειλούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και δεν συνεργάζονται, το νομοσχέδιο θα αποσταλεί στην Βουλή των Αντιπροσώπων και στην Γερουσία, όπου και θα υπερψηφισθεί για να γίνει νόμος με την υπογραφή του Joe Biden.