Το Χρηματοοικονομικό Σύστημα της Ευρωζώνης

Το Χρηματοοικονομικό Σύστημα της Ευρωζώνης

Με τον πληθωρισμό να εμφανίζει ισχυρές αντιστάσεις στην περαιτέρω αποκλιμάκωσή του, κρίνονται αναπόφευκτες οι νέες αυξήσεις επιτοκίων κατά την διάρκεια του φθινοπώρου.

Οι αποδόσεις των ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές διατηρούν ανοδικές τάσεις, με συνέπεια να εγγράφονται μεγάλες υποαξίες, με τους παράγοντες που ωθούν τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα, να αποσταθεροποιούν το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα.

Οι Κεντρικές Τράπεζες

Όπως και οι άλλες κεντρικές τράπεζες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το δίκτυο των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης που υπάγεται στην δικαιοδοσία της, σε συνδυασμό με το σύστημα του κοινού νομίσματος, συσσωρεύει τίτλους του δημοσίου και άλλα εταιρικά ομόλογα μέσω της πολιτικής της Πιστωτικής Επέκτασης (QE). Η συγκεκριμμένη πολιτική διευρύνει επικίνδυνα τον ισολογισμό της και τους αντίστοιχους του δικτύου των ελεγχόμενων κεντρικών τραπεζών στο συνολικό επίπεδο των €8,828 τρισεκατομμυρίων, που μέσω Πιστωτικής Συρρίκνωσης (QT), μειώνεται στα €7,167 τρισεκατομμύρια κατά το 2022.

YN 2023 09 29 16.23.35

Το μεγαλύτερο μέρος της διεύρυνσης συμπίπτει με την χρηματοοικονομική αναταραχή της υγειονομικής κρίσης, όταν η ΕΚΤ ανακοινώνει και ακολουθεί ένα πρόγραμμα αγοράς δημοσίων και εταιρικών τίτλων για να συγκαλύψει στην πραγματικότητα την αδιανόητη Πιστωτική Επέκταση (QE). Η μείωση του 2022 επιτυγχάνεται με τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων, που δεν ανανεώνονται με εκδόσεις νέων, με συνέπεια να μειώνονται οι υποχρεώσεις των εμπορικών τραπεζών.

Το συνολικό υπόλοιπο των τίτλων στην ΕΚΤ και στο δίκτυο των ελεγχόμενων ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχεται σε €4,865 τρισεκατομμύρια. Εκτιμώντας μία μέση ωρίμανση, δηλαδή έως την λήξη, μία πενταετία και μέση αύξηση των επιτοκίων από 0,0% έως 3,2% στα ομόλογα του δημοσίου της Ευρωζώνης, οι ζημίες στο χρηματοοικονομικό σύστημα των κεντρικών τραπεζών της ανέρχονται σε περίπου €700 δισεκατομμύρια κατά την διάρκεια του 2022. Πρόκειται για ένα μέγεθος σχεδόν εξαπλάσιο σε σχέση με τα συνολικά ίδια κεφάλαιά τους, αλλά το πρόβλημα συγκαλύπτεται από την μεθοδολογία του ευρωπαϊκού λογιστικού συστήματος που εγγράφει τα ομόλογα στην τιμή έκδοσής τους, την οποία διατηρεί έως την λήξη τους, παραλείποντας τις διακυμάνσεις της αγοραίας αξίας τους στις δευτερογενείς αγορές.

Αναπόφευκτα η υπόθεση πως η συγκεκριμμένη εξέλιξη δεν αποτελεί πρόβλημα από την στιγμή που η ΕΚΤ διαθέτει εκδοτικό δικαίωμα και κατά συνέπεια έχει την δυνατότητα να αυξήσει με νέο χρήμα, αποσοβώντας τα οποιαδήποτε πλήγματα, κρίνεται επιεικώς αφελής. Η μοναδική ελπίδα για το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα έγκειται στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, ώστε σταδιακά να αποκατασταθούν οι ισορροπίες των ισολογισμών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών που ελέγχει στην Ευρώπη.

Όμως όλες οι αποχρώσεις ενδείξεις συνηγορούν για περαιτέρω αυξήσεις των αποδόσεων των ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, με αποτέλεσμα την άνοδο των υποαξιών. Η υπόθεση πως σε κάποια περίοδο ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί στον στόχο του 2%, οπότε και οι αποδόσεις των ομολόγων θα υποχωρήσουν, ίσως επιβάλλεται να εγκαταλειφθεί, οπότε προβάλλει η ανάγκη αναζήτησης ενός πρακτικά υλοποιήσιμου σχεδίου ανακεφαλαιοποίησης της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης.

Αναχαίτιση της Απειλής

Αναμφίβολα πρόκειται για δυσχερέστατο εγχείρημα που θα απαιτήσει ειδικά σχέδια νόμου σε εθνικό επίπεδο, γεγονός που πολλαπλασιάζει τις ενδεχόμενες πολιτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα το να ακολουθεί η ΕΚΤ μία αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική σε πείσμα των αντιδράσεων πολλών Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων πολιτικών από το να αναζητούνται κεφάλαια για την υποστήριξή της. Κατά συνέπεια αναπόφευκτα πρόκειται να ανακύψουν ερωτήματα στους πολιτικούς κύκλους σχετικά με τις αποτυχίες της νομισματικής πολιτικής και οι λόγοι για τους οποίους διαπιστώνονται ανισορροπίες στο ψηφιακό σύστημα συναλλαγών TARGET2. Το σύστημα εξυπηρετεί σε πραγματικό χρόνο διακανονισμούς συναλλαγών (RTGS) με διαχειριστή το γνωστό Ευρωσύστημα εξυπηρετώντας τις κεντρικές και τις εμπορικές τράπεζες στις συναλλαγές τους στο ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα.
Η υπόθεση της στήριξης της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης μάλλον θα καταλήξει σε δημόσιες αντιπαραθέσεις και καταγγελίες ένθεν κακείθεν, από την στιγμή που υποχρεωτικά θα προηγηθούν οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου των κεντρικών τραπεζών πριν από την αντίστοιχη της ΕΚΤ. Στο σημείο αυτό οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα αντιδράσουν υπό την πίεση των κεντρικών τραπεζιτών από την στιγμή που κρίνεται στην κοινή γνώμη η αξιοπιστία και ο βαθμός εμπιστοσύνης που περιβάλλει το χρηματοοικονομικό σύστημα υης Ευρωζώνης. Όμως υπάρχει δυνατότητα έμμεσης αναχρηματοδότησης μέσω θυγατρικών επενδυτικών σχημάτων με πρόφαση την υποστήριξη διαφόρων χειμαζόμενων κλάδων, ώστε να τρωθεί στο ελάχιστο ή και καθόλου η αξιοπιστία του συστήματος.

Η Τράπεζα της Ελλάδος κατέχει το 2,0564% των μετοχών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 1998, το 1,8974% το 2004, το 1,8168% το 2007 και το 2,032% από το 2014, ενώ μόνον το 9% του συνόλου των μετοχών της, κατέχεται από το Ελληνικό δημόσιο, το οποίο βάσει σχετικής νομοθεσίας δεν επιτρέπεται να κατέχει ποσοστό ανώτερο του 35% του συνόλου των μετοχών της κεντρικής τράπεζας της χώρας.

Κατά πάγια πρακτική, αν και ιδιωτικού χαρακτήρα, η Τράπεζα Ελλάδος δεν δημοσιοποιεί το μετοχολόγιό της κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας από την στιγμή που υποχρεούται κατά την Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων να αναρτά πινάκιο μετόχων. Προ εικοσιπενταετίας, ο μεγαλύτερος μέτοχός της σε ποσοστό 61% δηλώνεται η ΕΤΕ, με ένα ποσοστό της τάξης του 30% να ελέγχεται μάλλον από ασφαλιστικά ταμεία, οργανισμούς και ιδιώτες.

Από την άλλη πλευρά οι Ευρωπαίοι βασίζονται στο Ευρωσύστημα για να υποστηρίζει ολόκληρο το δίκτυο των εμπορικών τραπεζών, στο οποίο εντάσσονται σημαντικότατες συστημικές τράπεζες, με συντελεστές μόχλευσης αισθητά μεγαλύτερους από τους αντίστοιχους των αμερικανικών τραπεζών. Επιπλέον στο σύστημα υπάρχουν τράπεζες σε κατάσταση ανάλογη σε σχέση με τις SILICON VALLEY BANK, SIGNATURE BANK και FIRST REPUBLIC BANK, που έχουν ήδη καταρρεύσει, κυρίως λόγω του ότι οι απρόσμενες μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων και οι μεγάλες υποαξίες των ομολόγων των χαρτοφυλακίων τους, έχουν προκαλέσει ασφυξία στην ρευστότητά τους. Παράλληλα οι συστημικές τράπεζες, έχουν μεγάλη έκθεση έναντι αντισυμβαλλόμενων σε παράγωγα, όπως η γνωστή DEUTSCHE BANK με τις συνολικές υποκείμενες αξίες των παραγώγων της να ανέρχονται σε €42 ($45,78) τρισεκατομμύρια), ενώ στην CREDIT SUISSE πριν από την κατάρρευσή της οι ανάλογες φθάνουν τα $23,6 τρισεκατομμύρια. Επίσης η αγορά των συμβολαίων ανταλλαγής φθάνει τα €10 τρισεκατομμύρια, αλλά οι εγγυήσεις που κατά κύριο λόγο συγκροτούνται από ομόλογα απομειώνονται συνεχώς σε αγοραία αξία, πιέζοντας την ρευστότητα της αγοράς.
Από την φύση της μία τραπεζική κρίση ενσκήπτει όταν συγκλίνουν αρκετοί παράγοντες για να σχηματίσουν την τέλεια καταιγίδα, αν και δυστυχώς τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Προς το παρόν ανιχνεύονται διάφοροι που μάλλον θα συγκλίνουν με καταστροφικές συνέπειες για το Ευρωσύστημα, τις εμπορικές του τράπεζες και ίσως για το κοινό νόμισμα. Ενδεχόμενα πάντως να προηγηθούν τραπεζικές καταρρεύσεις στις ΗΠΑ, όπως και κατά το 2008, ώστε τουλάχιστον επικοινωνιακά να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.

Ήδη η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) καταγράφει ζημίες ύψους $102 δισεκατομμυρίων στο τρίτο τρίμηνο του 2023 και προχωρεί σε πρώτη φάση σε 300 απολύσεις, για δεύτερη φορά από τις τελευταίες του 2010, λόγω της τότε μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης της προηγούμενης διετίας.

googlenews

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

 
 
 

 

logo m

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ       ΕΛΛΑΔΑ       ΚΟΣΜΟΣ      ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ      ΥΓΕΙΑ      ΖΩΗ      ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ      ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ      ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ      SCIENTECH

 

 


©2024 YSTEROGRAFONEWS - ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ  ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ