Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών δημιουργούν πολλά θέματα πολιτικής συζήτησης αλλά χρήζουν και μίας ιδιαίτερης αξιολόγησης λόγω των πολλαπλών διαφορετικών συσχετισμών και προϋποθέσεων που επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα.
Μία γενική εικόνα στο σύνολο της Ευρώπης είναι η μεγάλη άνοδος της ακροδεξιάς και οι ανατροπές που επήλθαν λόγω των Ευρωεκλογών στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, όπως η προκήρυξη εκλογών στη Γαλλία μετά τη βαριά ήττα του Μακρόν αλλά και η παραίτηση του Βέλγου πρωθυπουργού. Στη Γερμανία οι σοσιαλδημοκράτες του Όλαφ Σολτς καταγράφουν το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία τους. Η Μελόνι στην Ιταλία ισχυροποιείται, και στην Αυστρία πρώτο βγαίνει το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ), που άφησε δεύτερο το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα.
Στο εσωτερικό της χώρας μας, Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τους στόχους που είχαν θέσει προεκλογικά. Αντιθέτως, η επιλογή κομμάτων εκ δεξιών της Νέας Δημοκρατίας ήταν σημαντική δημιουργώντας, έστω και προσωρινά, έναν νέο πόλο. Το ποσοστό της αποχής διαμορφώθηκε στο 60,28% και σε σύνολο 6.120.379 εκλογέων συμμετείχαν στις ευρωεκλογές μόνο οι 2.431.242. Το ποσοστό αυτό επηρέασε κυρίως το κυβερνών κόμμα καθώς οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας επέλεξαν να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για επιλογές της κυβέρνησης, με ασφάλεια, εφόσον δεν κρινόταν η διακυβέρνηση της χώρας.
Αναλύοντας προσεκτικά τη χθεσινή αποχή διαπιστώνουμε την αδιαφορία που επέδειξαν οι Έλληνες ψηφοφόροι για την εκλογική διαδικασία. Η ευθύνη βαρύνει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του που δεν κατόρθωσε να αναδείξει το ζητούμενο των ευρωεκλογών˙ ιδιαιτέρως όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ως μοναδικό προεκλογικό λόγο είχαν τη συνεχόμενη προσπάθεια απαξίωσης του Κυριάκου Μητσοτάκη ο οποίος σε προσωπικό επίπεδο θεωρείται με διαφορά ο καταλληλότερος πρωθυπουργός.
Δεν πρέπει βεβαίως να λησμονήσουμε ότι οι χθεσινές εκλογές είναι οι τέταρτες μέσα σε δεκατρείς μήνες. Ξεκινήσαμε με τις Βουλευτικές τον Μάϊο του 2023, ένα μήνα μετά νέες εκλογές, τον Οκτώβριο του 2023 Περιφερειακές-Δημοτικές και χθες τις Ευρωεκλογές.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ότι, ενώ μέρος των ψηφοφόρων ήταν απογοητευμένο από την κυβέρνηση η οποία φέρει μία φθορά φυσιολογική για κάθε κόμμα εξουσίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν κατόρθωσαν να αδράξουν την ευκαιρία αλλά αντιθέτως μειώθηκαν τα ποσοστά τους.
Το τρίτο στοιχείο είναι η μεγάλη αύξηση της ακροδεξιάς. Η χώρα μας «ακολούθησε» τις άλλες χώρες της Ευρώπης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου να εκτοξευθεί στο 9,6%, η Νίκη στο 4,4%, οι Πατριώτες στο 1,4% και η Φωνή Λογικής στο 3%. Αν αθροίσουμε τα ποσοστά αυτά, θα διαπιστώσουμε ότι το άθροισμά τους πλησιάζει το 19% του εκλογικού σώματος. Η στροφή αυτή προς τα δεξιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένδειξη δυσφορίας προς τις επιλογές της κυβέρνησης και των νομοθετικών πρωτοβουλιών που έλαβε.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Α’ Θεσσαλονίκης το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου ήρθε τρίτο και έλαβε ποσοστό 13,73% έναντι 24,33% που πήρε η Νέα Δημοκρατία, και στη Β’ Θεσσαλονίκης δεύτερο με ποσοστό 15,82% έναντι 27,15% της Νέας Δημοκρατίας.
Η στροφή του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά θα επηρεάσει και την ακολουθούμενη πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη την επόμενη τριετία.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Νέα Δημοκρατία είναι ο μεγάλος χθεσινός νικητής, διότι μπορεί να έχασε ένα μεγάλο ποσοστό σε σύγκριση με τις τελευταίες Βουλευτικές εκλογές, αλλά η διαφορά που έχει από το δεύτερο κόμμα την αναδεικνύει ως τη μοναδική επιλογή από τους Έλληνες ψηφοφόρους για τη διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο, τα μηνύματα είναι πολλά και πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη του ο πρωθυπουργός κατά την επόμενη τριετία διακυβέρνησης.